ψυχή

ψυχή
η
1) душа;

τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;

αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;

2) храбрость, мужество, смелость, отвага;

τό λέει η ψυχή του — он храбрый;

αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;

3) бодрый дух, энергия;

αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;

4) душа, человек;

τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;

ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;

δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);

ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;

οΰτε ψυχ! — ни души!;

5) бабочка, мотылёк;

§ ψυχ της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);

, αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;

πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;

πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;

όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;

μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;

δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;

στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;

εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;

με όλη μου την ψυχή — всей душой;

τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;

με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг ); — б) со всей энергией, изо всех сил;

με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;

ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);

καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);

ψυχ μου! — душа моя!;

τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;

δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;

≈ глаза — зеркало души

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "ψυχή" в других словарях:

  • Ψυχῇ — Ψυχή life fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ψυχή — life fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — η 1. όλες οι ψυχοπνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου. 2. η υποτιθέμενη άυλη ουσία που ενωμένη με το σώμα αποτελεί το κύριο στοιχείο της ζωής. 3. η ζωτικότητα, η δραστηριότητα του ατόμου, η ψυχική δύναμη, η αφοβία. 4. άνθρωπος: Το χωριό μας έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχῇ — ψύχω Phdr.. aor subj pass 3rd sg ψυχάζω refresh oneself in the shade fut ind mid 2nd sg (doric) ψυχάζω refresh oneself in the shade fut ind act 3rd sg (doric) ψῡχῇ , ψυχή life fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — ψῡχή , ψυχή life fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχη — ψύχω Phdr.. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχῃ — ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres ind mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»